προσπταισάντων

προσπταισάντων
προσπταίω
hurt by striking against
aor part act masc/neut gen pl
προσπταίω
hurt by striking against
aor imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσπταίω — και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α 1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.) 2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω 3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”